διορία

διορία
η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)·* + -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)·* + -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διορία — η προθεσμία, καθορισμένο χρονικό διάστημα: Έχω διορία τριών ημερών, για να διαμαρτυρηθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • diorie — DIORÍE, diorii, s.f. (Grecism înv.) Termen de plată; scadenţă, soroc. [pr.: di o ] – Din ngr. dioría. Trimis de LauraGellner, 13.07.2004. Sursa: DEX 98  DIORÍE s. v. scadenţă, termen. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  dioríe s …   Dicționar Român

  • προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”